- μονοκέρατος,
- μονο-κέρατος, u. μονό-κερος, einhörnig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
μονοκέρατος — η, ο (ΑΜ μονοκέρατος, ον) (για τα ζώα) αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο μσν. 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ μονοκέρατον (για γέφυρα) ενιαίο τόξο 2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Μονοκέρατοι ονομασία μυθικού λαού. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + κέρατος (< κέρας,… … Dictionary of Greek
κέρας — Οστεοειδής έκφυση στο κεφάλι διαφόρων θηλαστικών. Βλ. λ. κέρατα.(Γεωλ.) Κομμάτι του στερεού φλοιού του εδάφους, το οποίο απέμεινε ως προεξοχή όταν τα γύρω κομμάτια καταβυθίστηκαν. Τυπικό παράδειγμα γεωλογικού κ. είναι ο Ακροκόρινθος. Αν μόνο μία… … Dictionary of Greek
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονόκερως — (Αστρον.). Διεθνώς Monoceros με σύμβολο Mon. Αμυδρός αστερισμός του βόρειου ημισφαίριου, κοντά στον αστερισμό του Ωρίωνα. Βρίσκεται ανάμεσα στους αστερισμούς των Διδύμων, του Ωρίωνα, του Λαγωού, του Μεγάλου Κυνός, της Πρύμνης, της Ύδρας και του… … Dictionary of Greek
οιόκερως — ο (Α οἰόκερως, έρωτος, ὁ, ἡ) νεοελλ. (παλαιοντ.) γένος σεληνοδοντίων οπληφόρων θηλαστικών που απολιθωμένα λείψανα τους βρέθηκαν σε στρώματα τού κατώτερου πλειόκαινου στο Πικέρμι, στη Σάμο κ.α. αρχ. αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο, μονοκέρατος,… … Dictionary of Greek
μονόκερος — μονόκερος, η, ο και μονοκέρατος, η, ο αυτός που έχει ένα μόνο κέρατο: Οι ρινόκεροι είναι μονοκέρατα ζώα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)